γονυπετῶ

γονυπετῶ
γονυπετέω
fall on the knee
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
γονυπετέω
fall on the knee
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γονυπετώ — ( έω) (AM γονυπετῶ, έω) [γονυπετής] 1. πέφτω στα γόνατα, γονατίζω 2. ικετεύω γονατιστός …   Dictionary of Greek

  • γονατίζω — (AM γονατίζω) [γόνυ] 1. γονυπετώ, πέφτω στα γόνατα, στηρίζω το βάρος τού σώματος μου στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας, υποταγής 2. αναγκάζω ή κάνω κάποιον να γονατίσει («ἐγονάτισε τὸν Ἰσαὰκ τὸν υἱόν του») νεοελλ. 1. πέφτω στα γόνατα από… …   Dictionary of Greek

  • γονυπέτηση — η [γονυπετώ] η γονυκλισία …   Dictionary of Greek

  • ικάνω — ἱκάνω (Α) 1. έρχομαι, φθάνω 2. εκτείνομαι 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω 4. (για ικέτη) πέφτω στα γόνατα κάποιου παρακαλώντας τον, γονυπετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἱκ άν Fω < ικ (πρβλ. ί κω, ικ νούμαι) + αν Fω κατά τα κιχ άνω, φθ άνω] …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”